- προοιστός
- προοιστ-ός, ή, όν,A pronounced, uttered, A.D.Pron.49.20, Adv. 124.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προοιστός — ή, όν, Α αυτός που θέλει ή που μπορεί να τοποθετηθεί μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ρηματ. επίθ. τού ρ. προφέρω (πρβλ. οἰστός, ρηματ. επίθ. τού φέρω, βλ. και λ. οἴσω)] … Dictionary of Greek
προοιστά — προοιστός pronounced neut nom/voc/acc pl προοιστά̱ , προοιστός pronounced fem nom/voc/acc dual προοιστά̱ , προοιστός pronounced fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοισταί — προοιστός pronounced fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοιστοῖς — προοιστός pronounced masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)